- χάνω
- έχασα, χάθηκα, χαμένος, -η, -ο1. παύω να έχω κάτι, το στερούμαι: Έχασα το ρολόι μου.2. ζημιώνομαι, στερούμαι ευχαρίστηση: Έχασες που δεν ήρθες.3. φρ., «Τα χάνω», σαστίζω.4. παροιμ., «Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες τι ζητάτε;», για ανίσχυρους που ανακατεύονται στις υποθέσεις των μεγάλων.5. η μτχ., χαμένος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.